Δείτε επίσης: Τάση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάση οι τάσεις
      γενική της τάσης* των τάσεων
    αιτιατική την τάση τις τάσεις
     κλητική τάση τάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τάση θηλυκό

  1. εξέλιξη προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
  2. κλίση, έφεση, ροπή, συμπεριφορική έλξη
  3. (φυσική) δύναμη που ασκείται εκατέρωθεν σε ένα σημείο ενός νήματος
  4. (ηλεκτρολογία) η ηλεκτρική τάση ή διαφορά δυναμικού

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία