έφεση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έφεση | οι | εφέσεις |
γενική | της | έφεσης & εφέσεως |
των | εφέσεων |
αιτιατική | την | έφεση | τις | εφέσεις |
κλητική | έφεση | εφέσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έφεση < αρχαία ελληνική ἔφεσις
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɛ.fɛ.si/
- συλλαβισμός : έ‐φε‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έφεση θηλυκό
- η κλίση που έχει κάποιος για την καλλιέργειά του σε ένα ορισμένο τομέα ή μια συγκεκριμένη δεξιότητα
- ※ Ὑπὸ τοιούτους ὀρούς ἡ πρὸς τὸ καλὸν ἔφεσις, ἡ πρὸς παραγωγὴν αὐτοῦ κλίσις δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ προκληθῇ εἰς ἐνέργειαν. (Γεώργιος Βιζυηνός, Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού - Αι αρχαί των τεχνών)
- ≈ συνώνυμα: ροπή, τάση
- δεν είχα ποτέ έφεση στο κέντημα
- (νομική) ένδικο μέσο το οποίο ασκείται σε ένα δικαστήριο ανώτερο από εκείνο που εξέδωσε μια απόφαση και με την οποία επιδιώκεται η άρση της προηγούμενης (μη τελεσίδικης) απόφασης και η έκδοση μιας καινούριας, εκδικάζοντας εκ νέου την υπόθεση
- έκκληση