έφεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έφεση | οι | εφέσεις |
γενική | της | έφεσης* | των | εφέσεων |
αιτιατική | την | έφεση | τις | εφέσεις |
κλητική | έφεση | εφέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έφεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔφεσις[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.fe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐φε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέφεση θηλυκό
- η κλίση που έχει κάποιος για την καλλιέργειά του σε ένα ορισμένο τομέα ή μια συγκεκριμένη δεξιότητα
- (νομικός όρος) το ένδικο μέσο το οποίο ασκείται σε ένα δικαστήριο ανώτερο από εκείνο που εξέδωσε μια απόφαση και με την οποία επιδιώκεται η άρση της προηγούμενης (μη τελεσίδικης) απόφασης και η έκδοση νέας, εκδικάζοντας από την αρχή την υπόθεση
- η έκκληση
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έφεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας