εφεσιβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφεσιβάλλω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεφεσιβάλλω
- προσβάλλω πρωτόδικη απόφαση δικαστηρίου και την παραπέμπω σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο για έλεγχο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εφεσιβάλλω
|