Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφεσίβλητος η εφεσίβλητη το εφεσίβλητο
      γενική του εφεσίβλητου της εφεσίβλητης του εφεσίβλητου
    αιτιατική τον εφεσίβλητο την εφεσίβλητη το εφεσίβλητο
     κλητική εφεσίβλητε εφεσίβλητη εφεσίβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφεσίβλητοι οι εφεσίβλητες τα εφεσίβλητα
      γενική των εφεσίβλητων των εφεσίβλητων των εφεσίβλητων
    αιτιατική τους εφεσίβλητους τις εφεσίβλητες τα εφεσίβλητα
     κλητική εφεσίβλητοι εφεσίβλητες εφεσίβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφεσίβλητος < έφεση + -βλητος (<βάλλω)

  Επίθετο επεξεργασία

εφεσίβλητος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία