βάλλω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelH-
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βάλ‐λω
ΡήμαΕπεξεργασία
βάλλω, πρτ.: έβαλλα, στ.μέλλ.: θα βάλω, αόρ.: έβαλα, παθ.φωνή: βάλλομαι, π.αόρ.: βλήθηκα, μτχ.π.π.: βεβλημένος
- εκτελώ βολή, ρίχνω ένα βλήμα
- ※ Η Νότια Κορέα ανακοίνωσε ότι πραγματοποιούσε συνηθισμένες στρατιωτικές ασκήσεις στα ανοικτά της δυτικής ακτής όταν η Βόρεια Κορέα αρχίσει να βάλλει με δεκάδες οβίδες, όμως επισήμανε πως τα νοτιοκορεατικά πυρά κατά τα γυμνάσια δεν ήταν προς την κατεύθυνση του βορρά. (εφημερίδα Καθημερινή, 23 Νοεμβρίου 2010)
- (μεταφορικά) κατηγορώ κάποιον, του αποδίδω μομφή
- ※ Σε ανακοίνωσή του το σωματείο των ηλεκτροδηγών στο Μετρό βάλλει κατά της Διοίκησης της ΑΜΕΛ επισημαίνοντας πως δεν είχε εξαγγελθεί 24ωρη απεργία. (εφημερίδα Τα Νέα, 4 Ιανουαρίου 2011)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷl̥-ne-h₁- *βάλ-jω μεταπτωτική βαθμίδα από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelH- (ρίχνω, πετάω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)
ΡήμαΕπεξεργασία
βάλλω
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αρχικό θέμα βελ- *gʷelH-
- θέμα καθ' ετεροίωση βολ-
- θέμα κατά μετάπτωση και μετάθεση βαλ- και βλη-
- και καθ΄ ετεροίωση βλω-
- βλωμός (μπουκιά)
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «βάλλω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «βάλλω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.