Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βολή οι βολές
      γενική της βολής των βολών
    αιτιατική τη βολή τις βολές
     κλητική βολή βολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βολή < βάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βολή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βολή θηλυκό (από την έννοια της τυχερής ζαριάς, της τυχερής βολής των ζαριών)

  1. η άνεση, η βόλεψη
  2. οι συνθήκες που επικρατούν και κάνουν εύκολη τη ζωή σε ένα μέρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία