Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός shot
συγκριτικός more shot
υπερθετικός most shot

shot (en)

  • (ανεπίσημο, όχι πριν από το ουσιαστικό) χαλασμένος
    ⮡  The brakes on this car are shot.
    Τα φρένα αυτού του αυτοκινήτου είναι χαλασμένα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shot shots

shot (en)

  1. ο πυροβολισμός, η βολή με πυροβόλο όπλο ή ο θόρυβος του
    ⮡  a pistol shot/a shot with a pistol - πυροβολισμός με πιστόλι
    ⮡  A shot rang out in the night.
    Ένας πυροβολισμός αντήχησε μέσα στη νύχτα.
    ⮡  With each shot he got closer to the center of the target.
    Με κάθε βολή πλησίαζε περισσότερο το κέντρο του στόχου.
  2. ο σκοπευτής, άνθρωπος που στοχεύει και πυροβολεί ένα όπλο με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  He’s a good/unremarkable shot.
    Είναι καλός/μέτριος σκοπευτής.
  3. η βολή, το σουτ, προσπάθεια να σκοράρει ένα γκολ ή έναν πόντο σε ένα παιχνίδι
    ⮡  With a good shot, he broke the Panhellenic record.
    Με μια καλή βολή έσπασε το πανελλήνιο ρεκόρ.
    ⮡  If the last shot went in, the match would go into overtime.
    Αν έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση.
  4. η λήψη, το πλάνο, η φωτογραφία
    ⮡  This image is a shot of the city from a mountain.
    Αυτή η εικόνα είναι μια λήψη της πόλης από ένα βουνό.
    ⮡  We need a wide shot of the team so everyone can be seen.
    Χρειάζομαι ένα μακρινό πλάνο της ομάδας, για να φαίνονται όλοι.
  5. (κινηματογράφος) η λήψη, το πλάνο, μία σειρά συνεχόμενων καρέ
    ⮡  The final shot of the movie was very moving.
    Η τελευταία λήψη της ταινίας ήταν πολύ συγκινητική.
    ⮡  The shot where the main characters meet on the beach was stunning.
    Το πλάνο όπου οι πρωταγωνιστές συναντιούνται στην παραλία ήταν εκπληκτικό.
    ⮡  In this wide shot, we can see the entire landscape.
    Σε αυτό το μακρινό πλάνο, μπορούμε να δούμε όλο το τοπίο.
    ⮡  A close shot/close-up of his face made the scene more dramatic.
    Ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπό του έκανε τη σκηνή πιο δραματική.
  6. η μπηχτή, παρατήρηση ή ενέργεια που στρέφεται εναντίον κάποιου ή κάτι με το οποίο διαφωνώ ή ανταγωνίζομαι
    ⮡  His remark was a shot at me.
    Η παρατήρηση ήταν μπηχτή για μένα.
    ⮡  My comments are not shots at you.
    Οι παρατηρήσεις μου δεν στρέφονται εναντίον σου.
  7. (συνήθως ενικός, ανεπίσημο) η προσπάθεια, η ευκαιρία, η πράξη του να προσπαθώ να κάνω ή να πετύχω κάτι
    ⮡  I will give it my best shot.
    Θα κάνω την καλύτερή μου προσπάθεια.
    ⮡  This is your last shot.
    Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία.
    ⮡  Let me also have a shot at it.
    Για να δοκιμάσω κι εγώ.
    ⮡  Let me have a shot at solving it.
    Για να δοκιμάσω να το λύσω.
  8. (ανεπίσημο, ειδικά αμερικανική σημασία) η ένεση, η έγχυση διαλύματος φαρμακευτικής ουσίας μέσα στο σώμα μας, με σύριγγα
    ⮡  a shot of morphine - ένεση μορφίνης
    ⮡  I had/got a shot (myself).
    Έκανα ένεση (ο ίδιος).
    ⮡  I am giving someone a shot.
    Κάνω ένεση σε κάποιον.
    ⮡  They had to give him a second shot to not be in pain.
    Χρειάστηκε να του κάνουν και δεύτερη ένεση για να μην πονάει.
    ⮡  He’s afraid of shots.
    Φοβάται τις ενέσεις.
     συνώνυμα: injection
  9. (ανεπίσημο) το σφηνάκι
    ⮡  We drank three shots of whiskey.
    Ήπιαμε τρία σφηνάκια ουίσκι.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

shot (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shot (fr) αρσενικό