close-up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
close-up | close-ups |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαclose-up (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το κοντινό πλάνο
- ⮡ A close-up of his face made the scene more dramatic.
- Ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπό του έκανε τη σκηνή πιο δραματική.
- ⮡ A close-up of his face made the scene more dramatic.