Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ενεστώτας close
γ΄ ενικό ενεστώτα closes
αόριστος closed
παθητική μετοχή closed
ενεργητική μετοχή closing

close (en)

  1. κλείνω
  2. (πληροφορική) κλείνω
    The application closed unexpectedly.
    Η εφαρμογή έκλεισε απρόσμενα.

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός close
συγκριτικός closer
υπερθετικός closest

close (en)

  1. κοντά στο χώρο ή στο χρόνο
    close to school/home/the station - κοντά στο σχολείο/στο σπίτι/στο σταθμό
    It’s close to midnight.
    Είναι κοντά μεσάνυχτα.
    It’s closer than I thought.
    Είναι πιο κοντά από όσο υπολόγιζα.
  2. κοντά, στενός, ξέρω κάποιον πολύ καλά και μου αρέσει πολύ
    They are very close to each other.
    Είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο.
    They got closer to each other, they got to know each other better.
    Ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, γνωρίστηκαν καλύτερα.
    a close friend - στενός φίλος
    a close relationship - στενή σχέση
  3. στενός, κοντινός, είμαι δεμένος με κάποιον, για στενό συγγενικό δεσμό
    a close relative - στενός συγγενής
    We are close relatives.
    Είμαστε κοντινοί συγγενείς.
    She is my close cousin.
    Είναι κοντινή μου ξαδέρφη.
    He is very close to his mother.
    Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
  4. στενός, που ασχολείται πολύ με τη δουλειά ή τις δραστηριότητες κάποιου άλλου, συνήθως βλέπει και μιλάει μαζί του τακτικά
    in close collaboration with someone - σε στενή συνεργασία με κάποιον
    close monitoring/communication - στενή παρακολούθηση/επικοινωνία
  5. κοντά, σχεδόν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, πιθανό να κάνει κάτι σύντομα
    We are very close to our goal.
    Είμαστε πολύ κοντά στο σκοπό μας.
    We are close to the truth.
    Είμαστε/βρισκόμαστε κοντά στην αλήθεια.
    The police are close to finding the killer.
    H αστυνομία είναι κοντά στο δολοφόνο (στα ίχνη του).

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη near

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός close
συγκριτικός closer
υπερθετικός closest

close (en)

  • κοντά, κοντεύω
    Don’t go too close.
    Μην πας πολύ κοντά.
    Come closer.
    Έλα κοντύτερα.
    If you live very close to an airport…
    Αν ζεις πολύ κοντά σ' ένα αεροδρόμιο…
    It is getting close to Easter now.
    Κοντεύει Πάσχα τώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη near

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kloz/

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
close closes

close (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία