close
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | close |
γ΄ ενικό ενεστώτα | closes |
αόριστος | closed |
παθητική μετοχή | closed |
ενεργητική μετοχή | closing |
close (en)
- κλείνω
- (πληροφορική) κλείνω
- ↪ The application closed unexpectedly.
- Η εφαρμογή έκλεισε απρόσμενα.
- ↪ The application closed unexpectedly.
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | close |
συγκριτικός | closer |
υπερθετικός | closest |
close (en)
- κοντά στο χώρο ή στο χρόνο
- ↪ close to school/home/the station - κοντά στο σχολείο/στο σπίτι/στο σταθμό
- ↪ It’s close to midnight.
- Είναι κοντά μεσάνυχτα.
- ↪ It’s closer than I thought.
- Είναι πιο κοντά από όσο υπολόγιζα.
- κοντά, στενός, ξέρω κάποιον πολύ καλά και μου αρέσει πολύ
- ↪ They are very close to each other.
- Είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο.
- ↪ They got closer to each other, they got to know each other better.
- Ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, γνωρίστηκαν καλύτερα.
- ↪ a close friend - στενός φίλος
- ↪ a close relationship - στενή σχέση
- ↪ They are very close to each other.
- στενός, κοντινός, είμαι δεμένος με κάποιον, για στενό συγγενικό δεσμό
- ↪ a close relative - στενός συγγενής
- ↪ We are close relatives.
- Είμαστε κοντινοί συγγενείς.
- ↪ She is my close cousin.
- Είναι κοντινή μου ξαδέρφη.
- ↪ He is very close to his mother.
- Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
- στενός, που ασχολείται πολύ με τη δουλειά ή τις δραστηριότητες κάποιου άλλου, συνήθως βλέπει και μιλάει μαζί του τακτικά
- ↪ in close collaboration with someone - σε στενή συνεργασία με κάποιον
- ↪ close monitoring/communication - στενή παρακολούθηση/επικοινωνία
- κοντά, σχεδόν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, πιθανό να κάνει κάτι σύντομα
- ↪ We are very close to our goal.
- Είμαστε πολύ κοντά στο σκοπό μας.
- ↪ We are close to the truth.
- Είμαστε/βρισκόμαστε κοντά στην αλήθεια.
- ↪ The police are close to finding the killer.
- H αστυνομία είναι κοντά στο δολοφόνο (στα ίχνη του).
- ↪ We are very close to our goal.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη near
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | close |
συγκριτικός | closer |
υπερθετικός | closest |
close (en)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- close (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- close (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211, 463, 464. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω, κοντά, κοντεύω, κοντινός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
close | closes |
close (fr)