πλάνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλάνο | τα | πλάνα |
γενική | του | πλάνου | των | πλάνων |
αιτιατική | το | πλάνο | τα | πλάνα |
κλητική | πλάνο | πλάνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλάνο < αρχ ελληνικά : πλάνος