Κατηγορία:Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεύκο | τα | πεύκα |
γενική | του | πεύκου | των | πεύκων |
αιτιατική | το | πεύκο | τα | πεύκα |
κλητική | πεύκο | πεύκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουδέτερα παροξύτονα ισοσύλλαβα ουσιαστικό σε -ο με σταθερό τον τόνο σε όλες τις πτώσεις.
- το πεύκο, του πεύκου, τα πεύκα, των πεύκων
Δείτε και τα προπαροξύτονα όπως 'σίδερο'
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'πεύκο'}}
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 6 υποκατηγορίες, από 6 συνολικά.
Ο
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 1.098 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβαείο
- αβάντζο
- αβάντσο
- αββαείο
- αβγουλάτο
- αβοκάντο
- αγγείο
- αγκουρέτο
- αδαμαντοπωλείο
- αδαμαντωρυχείο
- αδελφάτο
- αεριοφόρο
- αεροβόλο
- αεροδικείο
- αερολεωφορείο
- αερομοντέλο
- αεροπλάνο
- αεροπλανοφόρο
- αιδοίο
- ακαρεοκτόνο
- ακομπανιαμέντο
- ακόρντο
- άκρο
- ακροσημείο
- Ακταίο
- αλατοδοχείο
- αλατωρυχείο
- αλευροποιείο
- αλευροπωλείο
- αλλαντοποιείο
- αλλαντοπωλείο
- αλλεργιογόνο
- αλλίο
- αλογόνο
- αλτικόρνο
- Αμβούργο
- αμιαντοτσιμέντο
- αμιαντωρυχείο
- αμμοβολείο
- αμμοδοχείο
- αμμορυχείο
- αμπαδορραφείο
- αναγκαίο
- ανατομείο
- ανδρογόνο
- ανέλο
- ανεμοπλάνο
- ανθοδοχείο
- ανθοκομείο
- ανθοπωλείο
- ανθρακοφόρο
- ανθρακωρυχείο
- αντηχείο
- αντιγόνο
- άντρο
- απάγκειο
- απάγκιο
- απευθυσμένο
- απίκο
- απορριματοδοχείο
- απορριμματοφόρο
- απόσκιο
- αποσταγματοποιείο
- αργυρωρυχείο
- άρθρο
- αριθμολαχείο
- αριστείο
- αρμπουρέτο
- αρρεναγωγείο
- αρτοποιείο
- αρτοπωλείο
- αρχαιοπωλείο
- αρχείο
- αρχειοφυλακείο
- αρχηγείο
- αρωματοδοχείο
- αρωματοποιείο
- αρωματοπωλείο
- ασθενοφόρο
- ασκληπιείο
- άσπρο
- αστακοτροφείο
- αστείο
- αστεροσκοπείο
- άστρο
- αυγουλάτο
- αυλαρχείο
- αυτοαντιγόνο
- αυτοπορτρέτο
Β
- βαγεναρείο
- βάγια
- βάγιο
- βαγονέτο
- βάζο
- βάθρο
- βάκτρο
- βαλανείο
- βαμβακουργείο
- βαρελότο
- βαρούλκο
- βάτο
- βαφείο
- βελάγιο
- βέλο
- Βέλο
- βελούδο
- Βερολίνο
- βιάτζο
- βιβλίο
- βιβλιοδετείο
- βιβλιοπωλείο
- βιβλιοχαρτοπωλείο
- βιολοντσέλο
- βιτζιρέλο
- βλήτο
- βλήτρο
- βλίτο
- βοεβοδάτο
- βομβιδοβόλο
- βουλεβάρτο
- βούρλο
- βουτυροκομείο
- βουτυροποιείο
- βουτυροπωλείο
- βραβείο
- Βρανδεμβούργο
- βρέτο
- βρεφοκομείο
- βροντείο
- βρύο
- βυθοπλάνο
- βυνοποιείο
- βυρσοδεψείο
- βυτίο
- βυτιοφόρο
Γ
Δ
- δαμασκηνουργείο
- δαμάσκο
- δασαρχείο
- δασονομείο
- δασοφυλακείο
- δαυκίο
- δεδομένο
- δείπνο
- δελταπλάνο
- δελτίο
- Δελφίνο
- δένδρο
- δενδροκομείο
- δέντρο
- δεσποτάτο
- δημαρχείο
- δημοδιδασκαλείο
- διατηρητέο
- διατσέντο
- διαφθορείο
- διδασκαλείο
- -δικείο
- δίκιο
- διπλάνο
- δισκίο
- δισκοπωλείο
- δοκουμέντο
- δομοστοιχείο
- Δουβλίνο
- δουκάτο
- δοχείο
- Δροσάτο
- δυφίο
- δώρο