Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρτοποιείο
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αρτοποιεί
ο
τα
αρτοποιεί
α
γενική
του
αρτοποιεί
ου
των
αρτοποιεί
ων
αιτιατική
το
αρτοποιεί
ο
τα
αρτοποιεί
α
κλητική
αρτοποιεί
ο
αρτοποιεί
α
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
αρτοποιείο
<
αρτοποιός
<
άρτ(ος)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
αρτοποιείο
ουδέτερο
κατάστημα
που ψήνει και πουλάει
ψωμί
Συνώνυμα
Επεξεργασία
φούρνος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αρτοποιείο
αγγλικά
:
bakery
(en)
γαλλικά
:
boulangerie
(fr)
γερμανικά
:
Bäckerei
(de)
ισπανικά
:
panadería
(es)
πολωνικά
:
piekarnia
(pl)