αρτοποιείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρτοποιείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρτοποιεῖον[1] < άρτ(ος) + -ο- + -ποιείο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρτοποιείο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρτοποιείο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αρτοποιείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)