Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-ο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ο-

  ΈνθημαΕπεξεργασία

-ο- ή -

  • συνδετικό ή συνθετικό φωνήεν που δε φέρει σημασία και παρεμβάλλεται μεταξύ των συστατικών στοιχείων σύνθετης ή παράγωγης λέξης (όπως τα θέματα των συνθετικών, η κατάληξη) ώστε να συνδεθούν (στα ελληνικά, δεν συνδέονται οι λέξεις, αλλά τα θέματά τους)
  1. σε παρατακτικά σύνθετα
    μαχαιροπίρουνο < μαχαίρ(ι) μαχαιρ- + -ο- + πιρούν(ι) + -ο
  2. σε προσδιοριστικά σύνθετα
    θαλασσοταραχή < θάλασσ(α) θαλασσ- + -ο- + ταραχή
  3. σε κτητικά σύνθετα
    καλόκαρδος < καλ(ός) καλ- + -ο- + καρδ(ιά) + -ος
  4. σε αντικειμενικά σύνθετα
    αγγειοπλάστης < αγγεί(ο) αγγει- + -ο- + πλάστης

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-ο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ο-

  ΈνθημαΕπεξεργασία

-ο- ή -

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-ο- < θεματική απόληξη -ο ουσιαστικών και επιθέτων (όπως δημο-, ἀριστο-) > επέκταση ως συνδετικό φωνήεν και σε λέξεις με διαφορετικό θέμα [1][2]

  ΈνθημαΕπεξεργασία

-ο- ή -

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. §130 Παραδείγματα -ο- Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.