-ο-
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ο-
ΈνθημαΕπεξεργασία
-ο- ή -ό-
- συνδετικό ή συνθετικό φωνήεν που δε φέρει σημασία και παρεμβάλλεται μεταξύ των συστατικών στοιχείων σύνθετης ή παράγωγης λέξης (όπως τα θέματα των συνθετικών, η κατάληξη) ώστε να συνδεθούν (στα ελληνικά, δεν συνδέονται οι λέξεις, αλλά τα θέματά τους)
- σε παρατακτικά σύνθετα
- μαχαιροπίρουνο < μαχαίρ(ι) μαχαιρ- + -ο- + πιρούν(ι) + -ο
- σε προσδιοριστικά σύνθετα
- θαλασσοταραχή < θάλασσ(α) θαλασσ- + -ο- + ταραχή
- σε κτητικά σύνθετα
- καλόκαρδος < καλ(ός) καλ- + -ο- + καρδ(ιά) + -ος
- σε αντικειμενικά σύνθετα
- αγγειοπλάστης < αγγεί(ο) αγγει- + -ο- + πλάστης
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ο-
ΈνθημαΕπεξεργασία
-ο- ή -ό-
- ένθημα -ο-
- γλυκόματος < γλυκ(ός) γλυκ- + -ό- -ματος
- ἀγριομιλῶ < ἄγριος > ἄγρι(α) ἀγρι- + -ο- μιλῶ
Επεξεργασία
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με ένθημα -ο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με ένθημα -ό- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ο- < θεματική απόληξη -ο ουσιαστικών και επιθέτων (όπως δημο-, ἀριστο-) > επέκταση ως συνδετικό φωνήεν και σε λέξεις με διαφορετικό θέμα [1][2]
ΈνθημαΕπεξεργασία
-ο- ή -ό-
- ένθημα -ο-
- (αρχικά) όπως στο τελικό φωνήεν θέματος
- επέκταση και σε θέματα με άλλο ληκτικό φωνήεν
- φυσιολόγος < φύσ(ις) φυσι- + -ο- > φυσιο- + -λόγος
Επεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με ένθημα -ο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με ένθημα -ό- στο Βικιλεξικό
Επεξεργασία
- ↑ §130 Παραδείγματα -ο- Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.