συνδετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδετικός < ελληνιστική κοινή συνδετικός < συνδέτης < αρχαία ελληνική συνδέω < σύν + δέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.ðe.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δε‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίασυνδετικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με σύνδεση ή είναι κατάλληλος γι’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) συνδετικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- συνδετικότητα
- → δείτε τις λέξεις συνδέω και δένω