σύνδεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύνδεση | οι | συνδέσεις |
γενική | της | σύνδεσης* | των | συνδέσεων |
αιτιατική | τη | σύνδεση | τις | συνδέσεις |
κλητική | σύνδεση | συνδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύνδεση < αρχαία ελληνική σύνδεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύνδεση θηλυκό
- η ένωση δυο ή περισσότερων πραγμάτων
- η επικοινωνία με το διαδίκτυο ή μια ιστοσελίδα
- Σύνδεση στο Facebook.
- Σύνδεση στο Ίντερνετ.
- η συσχέτιση μεταξύ δυο ή περισσότερων πραγμάτων
- Η αστυνομία βρήκε μια σύνδεση μεταξύ των δυο φόνων.
- (προγραμματισμός) η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
- συνώνυμο: δέσμευση
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνένωση
προγραμματισμός