κώδικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κώδικας | οι | κώδικες |
γενική | του | κώδικα | των | κωδίκων |
αιτιατική | τον | κώδικα | τους | κώδικες |
κλητική | κώδικα | κώδικες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κώδικας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κῶδιξ από την αιτιατική «τὸν κώδικα» < λατινική codex
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈko.ði.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κώ‐δι‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακώδικας αρσενικό
- (φιλολογία) αρχαίο ή παλαιό χειρόγραφο βιβλίο από διάφορα υλικά (πάπυρος, περγαμηνή, χαρτί)
- (νομικός όρος) σύνολο νόμων
- ⮡ κώδικας πολιτικής δικονομίας
- → δείτε και τη λέξη κωδίκελλος
- σύνολο συμβάσεων και άγραφων νόμων
- ⮡ κώδικας τιμής
- σύνολο σημείων οργανωμένων σε ένα σύστημα που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας
- ⮡ ο γλωσσικός κώδικας
- σύνολο συμβόλων για την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση ενός μηνύματος
- ταχυδρομικός κώδικας: ο πενταψήφιος αριθμός που χαρακτηρίζει το ταχυδρομικό γραφείο μιας περιοχής
- (βιολογία) γενετικός κώδικας: η αλληλουχία των γονιδίων που αποτελούν το DNA ενός ζωντανού οργανισμού
- (πληροφορική) code: ο πηγαίος κώδικας ή μέρος αυτού, ενός προγράμματος, το κείμενο που είναι γραμμένο σε μια γλώσσα προγραμματισμού και περιέχει τις εντολές που πρέπει να εκτελέσει ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής
- → δείτε και τη λέξη ψευδοκώδικας