πρόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρόγραμμα < αρχαία ελληνική πρόγραμμα < προγράφω < πρό + γράφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική programme)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ɣɾa.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρόγραμμα ουδέτερο
- προγραμματισμός, καταγραφή και γνωστοποίηση κάποιων ενεργειών, εκδηλώσεων κ.λπ. που πρόκειται να συμβούν ή να γίνουν
- το έντυπο στο οποίο καταγράφονται τέτοιες πληροφορίες
- συστηματική προσπάθεια και μέθοδος
- Διαβάζει με πρόγραμμα
- (μηχανολογία) η προγραμματισμένη εκ των προτέρων εκτέλεση κάποιων εργασιών και ενεργειών μιας ηλεκτρομηχανικής κατασκευής, χωρίς την εκ των υστέρων παρέμβαση (π.χ. πλυντήριο ρούχων)
- (πληροφορική) ειδικό λογισμικό ηλεκτρονικού υπολογιστή, που έχει γραφεί σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού και βοηθάει τον χρήστη του σε κάποια εργασία του
- (πληροφορική) σύνολο συμβολικών εντολών κατάλληλα διατεταγμένων ώστε να οδηγήσουν προγραμματιζόμενη ηλεκτρονική συσκευή στην εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας (π.χ. Η/Υ, μικροελεγκτής, κλπ)
- ≈ συνώνυμα: εφαρμογή, λογισμικό
- βλέπε: γλώσσα προγραμματισμού
- βλέπε πρόγραμμα υπολογιστή και υλικολογισμικό στη Βικιπαίδεια