εκ των υστέρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκ των υστέρων < εκ των υστέρων ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική a posteriori)
Έκφραση
επεξεργασίαεκ των υστέρων
- μετά, έπειτα, μετέπειτα, κατόπιν, ύστερα, αργότερα
- το έκανε αυτό, ναι, αλλά εκ των υστέρων, όταν πια είχε γίνει ο καβγάς
- μετά την ολοκλήρωση συμβάντος ή ενέργειας (ενίοτε αργοπορημένα, με καθυστέρηση ή πολύ αργά), κατόπιν εορτής
- κατάλαβε ότι ήταν αφερέγγυος, αλλά εκ των υστέρων, όταν του είχε ήδη δανείσει τα λεφτά
- αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε παρά μόνο εκ των υστέρων
- δικαιώθηκε εκ των υστέρων αλλά η εταιρεία του εν τω μεταξύ είχε κλείσει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκ των υστέρων
|