ύστερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.ste.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐στε‐ρα
- τονικό παρώνυμο: υστέρα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- ύστερα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕστερον < επίθετο ὕστερος [1]
Επίρρημα
επεξεργασίαύστερα
Επιφώνημα
επεξεργασίαύστερα
Σύνδεσμος
επεξεργασίαύστερα
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίρρημα
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ύστερα | ||
γενική | των | ύστερων | ||
αιτιατική | τα | ύστερα | ||
κλητική | ύστερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ύστερα: ουσιαστικοποιημένο επίρρημα ύστερα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαύστερα ουδέτερο στον πληθυντικό
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- ύστερα: επίθετο ύστερος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαύστερα ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ύστερα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας