then
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαthen (en) (χωρίς παραθετικά)
- αλλοτινός, τοτινός, τότε
- ⮡ the then President - ο αλλοτινός/τοτινός Πρόεδρος
- ⮡ the then Mayor - ο τότε Δήμαρχος
- ⮡ the then Greek borders - τα τότε ελληνικά σύνορα
Επίρρημα
επεξεργασίαthen (en) (χωρίς παραθετικά)
- τότε, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν ή στο μέλλον
- ⮡ I was in Paris then.
- Ήμουν στο Παρίσι τότε.
- ⮡ I haven’t seen him since then.
- Δεν τον ξαναείδα από τότε.
- ⮡ In June I take my final exams and then I will get my diploma.
- Tον Iούνιο δίνω τις τελευταίες εξετάσεις και τότε θα πάρω το δίπλωμα.
- ≈ συνώνυμα: at the time, at that time, back then και back in the day
- ⮡ I was in Paris then.
- μετά, τότε, έπειτα, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή του επόμενου στοιχείου σε μια σειρά ενεργειών, συμβάντων, οδηγιών κτλ.
- ⮡ I went to the store and then the bank.
- Πήγα στο μαγαζί και μετά στην τράπεζα.
- ⮡ They ate and then fell asleep.
- Φάγανε και μετά έπεσαν για ύπνο.
- ⮡ Then he also turned and said to them…
- Τότε κι αυτός γύρισε και τους είπε…
- ⮡ The tall chimney tottered and then fell.
- Η ψηλή καμινάδα κλονίστηκε κι έπειτα έπεσε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη after
- ⮡ I went to the store and then the bank.
- λοιπόν, τότε, χρησιμοποιείται για να δείξει το λογικό αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης δήλωσης ή κατάστασης
- ⮡ We don’t have money. Then, we will not go on vacation this year.
- Δεν έχουμε λεφτά. Λοιπόν, δεν θα πάμε διακοπές φέτος.
- ⮡ Since the red is finished, then give me the yellow.
- Aφού τελείωσε το κόκκινο, δώστε μου τότε το κίτρινο χρώμα.
- ⮡ Let’s not get caught in the rain, because then what are we going to do?
- Nα μη μας πιάσει βροχή, γιατί τότε τι κάνουμε;
- ⮡ Since you work at the bank, then you surely know my brother too.
- Aφού δουλεύεις στην τράπεζα, τότε σίγουρα ξέρεις και τον αδελφό μου.
- ⮡ If you are in a hurry, then leave.
- Aν βιάζεσαι, τότε φύγε.
- ⮡ Be the first one, then!
- Να γίνεις η πρώτη, τότε!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη therefore
- ⮡ We don’t have money. Then, we will not go on vacation this year.
Πηγές
επεξεργασία- then (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- then (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 884. ISBN 9780194325684., λήμμα: τότε, τοτινός