↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλοτινός η αλλοτινή το αλλοτινό
      γενική του αλλοτινού της αλλοτινής του αλλοτινού
    αιτιατική τον αλλοτινό την αλλοτινή το αλλοτινό
     κλητική αλλοτινέ αλλοτινή αλλοτινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλοτινοί οι αλλοτινές τα αλλοτινά
      γενική των αλλοτινών των αλλοτινών των αλλοτινών
    αιτιατική τους αλλοτινούς τις αλλοτινές τα αλλοτινά
     κλητική αλλοτινοί αλλοτινές αλλοτινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλοτινός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αλλοτινός, -ή, -ό

  • χαρακτηριστικός μιας άλλης, περασμένης εποχής ή προερχόμενος από μια περασμένη εποχή
    ※  Αυτός πότε γυρίζει το κεφάλι και θαυμάζει το όμορφο προφίλ της και πότε στρέφει τη ματιά στο ανοιξιάτικο τοπίο, με τη σκέψη του να ταξιδεύει συνήθως στα περασμένα και σε εποχές αλλοτινές. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία