αλλοτινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλοτινός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααλλοτινός, -ή, -ό
- χαρακτηριστικός μιας άλλης, περασμένης εποχής ή προερχόμενος από μια περασμένη εποχή
- ※ Αυτός πότε γυρίζει το κεφάλι και θαυμάζει το όμορφο προφίλ της και πότε στρέφει τη ματιά στο ανοιξιάτικο τοπίο, με τη σκέψη του να ταξιδεύει συνήθως στα περασμένα και σε εποχές αλλοτινές. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)