χαρακτηριστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαρακτηριστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαρακτηριστικός < χαρακτηρίζω, χαρακτηρισ- + -τικός [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.ɾa.kti.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρα‐κτη‐ρι‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
χαρακτηριστικός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζει
Παράγωγα
επεξεργασία- χαρακτηριστικό (ουδέτερο)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χαρακτήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ -ιστικός (ετυμολογία), χαρακτηριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαρακτηριστικός < χαρακτηρίζω, χαρακτηρισ- + -τικός [1] < αρχαία ελληνική χαρακτήρ
Επίθετο
επεξεργασία
χαρακτηριστικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που έχει τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικός
- άλλες μορφές: χαρακτηρικός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χαρακτήρ
Κλίση
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ -ιστικός (ετυμολογία) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- χαρακτηριστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.