Δείτε επίσης: ἐποχή

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εποχή οι εποχές
      γενική της εποχής των εποχών
    αιτιατική την εποχή τις εποχές
     κλητική εποχή εποχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εποχή < αρχαία ελληνική ἐποχή

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.poˈçi/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εποχή θηλυκό

  1. υποδιαίρεση του έτους (για τις εύκρατες περιοχές: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας)
  2. υποδιαίρεση του ιστορικού χρόνου, μεγάλη ή μικρότερη ιστορική περίοδος
    νεολιθική εποχή, κλασική εποχή, η εποχή του Περικλή
  3. μία χρονική περίοδος με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
    αυτό το κειμήλιο είναι της εποχής του παππού μου
    θυμάμαι με νοσταλγία τις παλιές εποχές
    πέρασε πια η εποχή που ο κάθε κρατικός υπάλληλος μπορούσε να αυθαιρετεί.
  4. (φιλοσοφία) η φιλοσοφική στάση των σκεπτικών κατά την οποία ο φιλόσοφος παύει να εκφέρει κρίσεις περί την αλήθεια ή το ψεύδος των προτάσεων.

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία