ενικός πληθυντικός
estación estaciones

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

estación (es) θηλυκό

  1. ο σταθμός του τρένου
  2. η τεχνική εγκατάσταση
  3. (εποχή) η εποχή του χρόνου
    → δείτε τις λέξεις primavera, verano, otoño και invierno