εγκατάσταση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκατάσταση | οι | εγκαταστάσεις |
γενική | της | εγκατάστασης* | των | εγκαταστάσεων |
αιτιατική | την | εγκατάσταση | τις | εγκαταστάσεις |
κλητική | εγκατάσταση | εγκαταστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εγκατάσταση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εγκατάσταση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος εγκαθιστώ
- η απόκτηση μόνιμης διαμονής-κατοικίας σε έναν τόπο
- σύνολο κτηριακών και μηχανολογικών υποδομών
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- (πληροφορική) καθαρή εγκατάσταση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εγκατάσταση
|