εγκαθιστώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκαθιστώ < αρχαία ελληνική ἐγκαθίστημι < ἐν + κατά + ἵστημι
Ρήμα επεξεργασία
εγκαθιστώ , πρτ.: εγκαθιστούσα, στ.μέλλ.: θα εγκαταστήσω, αόρ.: εγκατέστησα, παθ.φωνή: εγκαθίσταμαι, μτχ.π.π.: εγκατεστημένος
- τοποθετώ κάτι σε μια μόνιμη θέση
- (λογισμικό) αποθηκεύω όλα τα απαραίτητα εκτελέσιμα αρχεία και βιβλιοθήκες ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και εγγράφω όλες τις απαραίτητες ρυθμίσεις στο μητρώο ή στα αρχεία ρυθμίσεων του λειτουργικού συστήματος, ώστε αυτό να λειτουργεί κανονικά