install
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | install |
γ΄ ενικό ενεστώτα | installs |
αόριστος | installed |
παθητική μετοχή | installed |
ενεργητική μετοχή | installing |
Ρήμα
επεξεργασίαinstall (en)
- εγκαθιστώ, για μηχάνημα, σύστημα μηχανισμών κτλ. που το τοποθετώ έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει
- ⮡ I installed a ventilation system.
- Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.
- ⮡ He had installed a radio station in his house.
- Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό.
- ⮡ I installed a ventilation system.
- (λογισμικό) εγκαθιστώ, μεταφέρω ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή
- ⮡ I have not yet installed the new version of the program.
- Δεν έχω εγκαταστήσει ακόμη τη νέα έκδοση του προγράμματος.
- ⮡ I have not yet installed the new version of the program.