installment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
installment | installments |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinstallment (en) (αμερικανική γραφή)
- η δόση ενός χρέους
- ⮡ the payment of the furniture will be in installments - η πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
- το επεισόδιο μιας τηλεοπτικής σειράς