ενικός         πληθυντικός  
installment installments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

installment (en) (αμερικανική γραφή)

  1. η δόση ενός χρέους
    ⮡  the payment of the furniture will be in installments - η πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
  2. το επεισόδιο μιας τηλεοπτικής σειράς

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία