Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɪnstəˈleɪʃən/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
installation installations

installation

  1. η εγκατάσταση
  2. (πληροφορική) η διαδικασία της εγκατάστασης λογισμικού (προγράμματος) σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
    ※  So far the installations that we performed was system-wide.[1]
    «Μέχρι στιγμής οι εγκαταστάσεις που πραγματοποιήσαμε ήταν σε όλο το σύστημα»

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (αγγλικά) «A Complete Beginner's Guide to Django - Part 1». Προσπέλαση 2020-04-04

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

installation < install(er) + -ation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
installation installations

installation (fr) θηλυκό