Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
installation installations

installation

  1. η εγκατάσταση
  2. (πληροφορική) η διαδικασία της εγκατάστασης λογισμικού (προγράμματος) σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
      So far the installations that we performed was system-wide.[1]
    «Μέχρι στιγμής οι εγκαταστάσεις που πραγματοποιήσαμε ήταν σε όλο το σύστημα»

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

installation < install(er) + -ation

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
installation installations

installation (fr) θηλυκό