λογισμικό
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λογισμικό < λογισμός < λόγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό Επεξεργασία
λογισμικό ουδέτερο
- (πληροφορική) πρόγραμμα ή μέρος προγράμματος υπολογιστή και η σχετική τεκμηρίωση
- ένα υπολογιστικό σύστημα αποτελείται από το υλικό (hardware) και το λογισμικό
- η διεύθυνση χρειάζεται νέο λογισμικό για την παρακολούθηση των εργασιών
- (πληροφορική) το σύνολο των προγραμμάτων ενός υπολογιστή, συστήματος, εταιρίας ή οργανισμού γενικά
- το τμήμα μας είναι υπεύθυνο για την υποστήριξη του λογισμικού των κεντρικών συστημάτων
- (συνεκδοχικά) προγράμματα υπολογιστών γενικά
- ασχολείται με τη συγγραφή λογισμικού