λόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | λόγος | οι | λόγοι | τα | λόγια |
γενική | του | λόγου | των | λόγων | — | |
αιτιατική | τον | λόγο | τους | λόγους | τα | λόγια |
κλητική | λόγε | λόγοι | λόγια | |||
Η γνωστή μας γενική πληθυντικού λογιών ανήκει στο ελλειπτικό λογής Και δοτική ενικού αρσενικού: λόγω (λόγῳ) | ||||||
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λόγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λόγος < λέγω < πρωτοελληνική *légō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-[1] (συλλέγω, συγκεντρώνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λό‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλόγος αρσενικό
- η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τη γλώσσα και η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων
- ⮡ το χάρισμα του λόγου, γραπτός λόγος
- αυτό που λέγεται, τα λόγια, η κουβέντα, η λεκτική μετάδοση (της) πληροφορίας και κάποιες φορές και το νόημά της/η σημασία της
- ⮡ πικρό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη της
- η δημόσια ομιλία
- ⮡ έβγαλε λόγο
- η υπόσχεση
- ⮡ ο λόγος μου είναι συμβόλαιο
- η απολογία ή ο απολογισμός που δίνει κάποιος για τις ενέργειές του
- ⮡ θα δώσεις λόγο για τις πράξεις του
- η λογική ικανότητα του ανθρώπου
- ⮡ ο ορθός λόγος
- η αιτία
- ⮡ είχε τους λόγους του για να το κάνει αυτό
- (αριθμητική) η σχέση δύο μεγεθών εκφρασμένη σε κλάσμα, η αναλογία
- ⮡ ο λόγος των δύο πλευρών ενός τριγώνου
- (χριστιανική θεολογία, με κεφαλαίο)
- ο Χριστός
- (γενικότερα) ο Λόγος του Θεού, η διδασκαλία του θεού
- β' πληθυντικός σε ουδέτερο γένος: Τα λόγια → δείτε τη λέξη
Εκφράσεις
επεξεργασία- δίνω το λόγο μου: υπόσχομαι, εγγυώμαι προσωπικά
- τηρώ/κρατάω/δεν αθετώ το λόγο μου: εκπληρώνω/δεν εκπληρώνω την υπόσχεσή μου, είμαι φερέγγυος
- δεν τηρώ (ποτέ)/δεν κρατάω (ποτέ)/πάντα αθετώ το λόγο μου: δεν εκπληρώνω (ποτέ) την υπόσχεσή μου, είμαι αφερέγγυος
- δεν έχει λόγο: είναι αναξιόπιστος
- έδωσαν λόγο: έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου
- (δεν) συντρέχει λόγος: (δεν) υπάρχει αιτία να γίνει κάτι
- ο Λόγος του Θεού: η Βίβλος / η χριστιανική διδασκαλία
- ο «ορθός λόγος»: η λογική
- του λόγου μου/σου/του/της/τους: ισοδυναμεί με προσωπική αντωνυμία (εγώ, εσύ, αυτός κ.λπ.)
- φυσικώ τω λόγω (φυσικῷ τῷ λόγῳ): όπως είναι φυσικό
- λόγου χάρη: παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα
- ο εν λόγω: ο προκείμενος, ο αναφερόμενος, ο σχετικός
- λόγω τιμής και επί λόγω τιμής: (αναφερόμενο στο ενδεχόμενο κάτι να πραγματοποιηθεί ή στο αν είναι όντως αληθές) δίνω την προσωπική μου εγγύηση ότι θα πραγματοποιηθεί/είναι αληθές, (και ως σχήμα υπερβολής) είναι αναμφίβολα αληθές
- λόγω εξύβριση: η εξύβριση κάποιου μόνο με λόγια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- -λογία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λογία στο Βικιλεξικό
- -λογο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λογο στο Βικιλεξικό
- -λογος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λογος στο Βικιλεξικό
- -λόγος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λόγος στο Βικιλεξικό
- λογο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λογο- στο Βικιλεξικό
όπως
Μεταφράσεις
επεξεργασία λόγος
Πηγές
επεξεργασία- λόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λόγος | οἱ | λόγοι |
γενική | τοῦ | λόγου | τῶν | λόγων |
δοτική | τῷ | λόγῳ | τοῖς | λόγοις |
αιτιατική | τὸν | λόγον | τοὺς | λόγους |
κλητική ὦ! | λόγε | λόγοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λόγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λόγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λόγος < λέγω < πρωτοελληνική *légō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-[1] (συλλέγω, συγκεντρώνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλόγος
- λέξη, λόγος, ομιλία
- πρόταση
- ισχυρισμός, πρόφαση
- αποκάλυψη
- απόφθεγμα, χρησμός
- υπόσχεση
- εντολή
- συζήτηση
- δικαίωμα του ομιλείν
- είδηση, φήμη, διάδοση, ιστορία
- ευγλωττία
- πεζογραφία
- αγόρευση
- ικανότητα νόησης, σκέψη, ιδέα
- λογική
- υπολογισμός, εκτίμηση
- λογοδοσία
- συμμετρία, αναλογία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- -λογία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λογία στο Βικιλεξικό
- -λογος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λογος στο Βικιλεξικό
- -λόγος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λόγος στο Βικιλεξικό
- λογο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λογο- στο Βικιλεξικό
όπως
Πηγές
επεξεργασία- λόγος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- λόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.