υπόσχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόσχομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαυπόσχομαι (αποθετικό ρήμα)
- διαβεβαιώνω, δίνω τον λόγο μου ότι θα πραγματοποιήσω κάτι
- Υπόσχομαι ότι θα πάω στη θεία μου σήμερα.
υπόσχομαι (αποθετικό ρήμα)