versprechen
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαversprechen (de) (αόριστος versprach, μετοχή παρακειμένου versprochen)
- (jemandem etwas versprechen) υπόσχομαι σε κάποιον κάτι
- Ich verspreche dir, dass ich es nicht vergessen werde. - Σου υπόσχομαι ότι δεν θα το ξεχάσω.
- (jemand/etwas verspricht etwas) κάποιος/κάτι προμηνύει, δίνει ενδείξεις για κάτι
- Diese Wolken versprechen ein Gewitter. - Αυτά τα σύννεφα προμηνύουν καταιγίδα.
- Er verspricht ein guter Sportler zu werden. - Αναμένεται να γίνει καλός αθλητής.
- (αυτοπαθές) (sich versprechen) - μπερδεύομαι, κάνω λάθος στην ομιλία
- Er verspricht sich oft und niemand kann ihn verstehen. - Μπερδεύεται συχνά και κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει.
Εκφράσεις
επεξεργασία- viel versprechend - πολλά υποσχόμενος