Ετυμολογία

επεξεργασία
προμηνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προμηνύω (προλέγω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.miˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐μη‐νύ‐ω

προμηνύω, αόρ.: προμήνυσα, παθ.φωνή: προμηνύομαι, π.αόρ.: (προμηνύθηκε)

  1. προαναγγέλλω, φανερώνω ενδείξεις ότι κάτι πρόκειται να συμβεί, προοιωνίζομαι
  2. (σε γ' πρόσωπα) προμηνύεται, προμηνύονται φαίνεται, αναμένεται ότι κάτι θα συμβεί
    προμηνύεται καταιγίδα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Η παθητική φωνή, συνήθως στον ενεστώτα και παρατατικό[1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).