προμηνύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμηνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προμηνύω (προλέγω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.miˈni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐μη‐νύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπρομηνύω, αόρ.: προμήνυσα, παθ.φωνή: προμηνύομαι, π.αόρ.: (προμηνύθηκε)
- προαναγγέλλω, φανερώνω ενδείξεις ότι κάτι πρόκειται να συμβεί, προοιωνίζομαι
- (σε γ' πρόσωπα) προμηνύεται, προμηνύονται φαίνεται, αναμένεται ότι κάτι θα συμβεί
- προμηνύεται καταιγίδα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προμηνύω | προμήνυα | θα προμηνύω | να προμηνύω | προμηνύοντας | |
β' ενικ. | προμηνύεις | προμήνυες | θα προμηνύεις | να προμηνύεις | προμήνυε | |
γ' ενικ. | προμηνύει | προμήνυε | θα προμηνύει | να προμηνύει | ||
α' πληθ. | προμηνύουμε | προμηνύαμε | θα προμηνύουμε | να προμηνύουμε | ||
β' πληθ. | προμηνύετε | προμηνύατε | θα προμηνύετε | να προμηνύετε | προμηνύετε | |
γ' πληθ. | προμηνύουν(ε) | προμήνυαν προμηνύαν(ε) |
θα προμηνύουν(ε) | να προμηνύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προμήνυσα | θα προμηνύσω | να προμηνύσω | προμηνύσει | ||
β' ενικ. | προμήνυσες | θα προμηνύσεις | να προμηνύσεις | προμήνυσε | ||
γ' ενικ. | προμήνυσε | θα προμηνύσει | να προμηνύσει | |||
α' πληθ. | προμηνύσαμε | θα προμηνύσουμε | να προμηνύσουμε | |||
β' πληθ. | προμηνύσατε | θα προμηνύσετε | να προμηνύσετε | προμηνύστε | ||
γ' πληθ. | προμήνυσαν προμηνύσαν(ε) |
θα προμηνύσουν(ε) | να προμηνύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προμηνύσει | είχα προμηνύσει | θα έχω προμηνύσει | να έχω προμηνύσει | ||
β' ενικ. | έχεις προμηνύσει | είχες προμηνύσει | θα έχεις προμηνύσει | να έχεις προμηνύσει | ||
γ' ενικ. | έχει προμηνύσει | είχε προμηνύσει | θα έχει προμηνύσει | να έχει προμηνύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προμηνύσει | είχαμε προμηνύσει | θα έχουμε προμηνύσει | να έχουμε προμηνύσει | ||
β' πληθ. | έχετε προμηνύσει | είχατε προμηνύσει | θα έχετε προμηνύσει | να έχετε προμηνύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προμηνύσει | είχαν προμηνύσει | θα έχουν προμηνύσει | να έχουν προμηνύσει |
|
Η παθητική φωνή, συνήθως στον ενεστώτα και παρατατικό[1]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προμηνύομαι | προμηνυόμουν(α) | θα προμηνύομαι | να προμηνύομαι | ||
β' ενικ. | προμηνύεσαι | προμηνυόσουν(α) | θα προμηνύεσαι | να προμηνύεσαι | ||
γ' ενικ. | προμηνύεται | προμηνυόταν(ε) | θα προμηνύεται | να προμηνύεται | ||
α' πληθ. | προμηνυόμαστε | προμηνυόμαστε προμηνυόμασταν |
θα προμηνυόμαστε | να προμηνυόμαστε | ||
β' πληθ. | προμηνύεστε | προμηνυόσαστε προμηνυόσασταν |
θα προμηνύεστε | να προμηνύεστε | (προμηνύεστε) | |
γ' πληθ. | προμηνύονται | προμηνύονταν προμηνυόντουσαν |
θα προμηνύονται | να προμηνύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προμηνύθηκα | θα προμηνυθώ | να προμηνυθώ | προμηνυθεί | ||
β' ενικ. | προμηνύθηκες | θα προμηνυθείς | να προμηνυθείς | προμηνύσου | ||
γ' ενικ. | προμηνύθηκε | θα προμηνυθεί | να προμηνυθεί | |||
α' πληθ. | προμηνυθήκαμε | θα προμηνυθούμε | να προμηνυθούμε | |||
β' πληθ. | προμηνυθήκατε | θα προμηνυθείτε | να προμηνυθείτε | προμηνυθείτε | ||
γ' πληθ. | προμηνύθηκαν προμηνυθήκαν(ε) |
θα προμηνυθούν(ε) | να προμηνυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προμηνυθεί | είχα προμηνυθεί | θα έχω προμηνυθεί | να έχω προμηνυθεί | ||
β' ενικ. | έχεις προμηνυθεί | είχες προμηνυθεί | θα έχεις προμηνυθεί | να έχεις προμηνυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προμηνυθεί | είχε προμηνυθεί | θα έχει προμηνυθεί | να έχει προμηνυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προμηνυθεί | είχαμε προμηνυθεί | θα έχουμε προμηνυθεί | να έχουμε προμηνυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προμηνυθεί | είχατε προμηνυθεί | θα έχετε προμηνυθεί | να έχετε προμηνυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προμηνυθεί | είχαν προμηνυθεί | θα έχουν προμηνυθεί | να έχουν προμηνυθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμηνύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).