φαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φαίνομαι < αρχαία ελληνική φαίνομαι, μέση-παθητική φωνή του ρήματος φαίνω
ΡήμαΕπεξεργασία
φαίνομαι
- είμαι ορατός, εμφανής
- κάποιος φαίνεται στον ορίζοντα
- κάνω την εμφάνισή μου
- μόλις φάνηκε ο ήλιος, ξεκίνησαν την πορεία
- Πού είναι ο Νίκος; Έχει μέρες να φανεί
- δίνω την εντύπωση
- ο Γιώργος φαίνεται άρρωστος σήμερα
- (στο γ' ενικό, απροσώπως) μου φαίνεται: για να εκφραστεί υποκειμενική ή και τελείως λανθασμένη αίσθηση ή γνώμη
- πώς σου φάνηκε το βιβλίο; (ποια είναι η γνώμη σου για το βιβλίο;)
- μου φάνηκε ότι είδα κάτι μέσα στο σκοτάδι, αλλά ήταν ο αέρας που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- το είναι και το φαίνεσθαι: φιλοσοφικές έννοιες που αντιστοιχούν στην ουσία των πραγμάτων και την απατηλή αίσθηση
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φαίνομαι | φαινόμουν(α) | θα φαίνομαι | να φαίνομαι | φαινόμενος | |
β' ενικ. | φαίνεσαι | φαινόσουν(α) | θα φαίνεσαι | να φαίνεσαι | (φαίνου) | |
γ' ενικ. | φαίνεται | φαινόταν(ε) | θα φαίνεται | να φαίνεται | ||
α' πληθ. | φαινόμαστε | φαινόμαστε φαινόμασταν |
θα φαινόμαστε | να φαινόμαστε | ||
β' πληθ. | φαίνεστε | φαινόσαστε φαινόσασταν |
θα φαίνεστε | να φαίνεστε | (φαίνεστε) | |
γ' πληθ. | φαίνονται | φαίνονταν φαινόντουσαν |
θα φαίνονται | να φαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φάνηκα | θα φανώ | να φανώ | φανεί | ||
β' ενικ. | φάνηκες | θα φανείς | να φανείς | φάνου | ||
γ' ενικ. | φάνηκε | θα φανεί | να φανεί | |||
α' πληθ. | φανήκαμε | θα φανούμε | να φανούμε | |||
β' πληθ. | φανήκατε | θα φανείτε | να φανείτε | φανείτε | ||
γ' πληθ. | φάνηκαν φανήκαν(ε) |
θα φανούν(ε) | να φανούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φανεί | είχα φανεί | θα έχω φανεί | να έχω φανεί | ||
β' ενικ. | έχεις φανεί | είχες φανεί | θα έχεις φανεί | να έχεις φανεί | ||
γ' ενικ. | έχει φανεί | είχε φανεί | θα έχει φανεί | να έχει φανεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φανεί | είχαμε φανεί | θα έχουμε φανεί | να έχουμε φανεί | ||
β' πληθ. | έχετε φανεί | είχατε φανεί | θα έχετε φανεί | να έχετε φανεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φανεί | είχαν φανεί | θα έχουν φανεί | να έχουν φανεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φαίνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φαίνομαι, μέση-παθητική φωνή του ρήματος φαίνω
ΡήμαΕπεξεργασία
φαίνομαι
- γίνομαι ορατός, έρχομαι στο φως
- εμφανίζομαι
- (ειδικότερα) για την ανατολή των ουράνιων σωμάτων και την Ηώ
- (κατʼ επέκταση) έρχομαι
- γεννιέμαι με κάποια ιδιότητα ή γίνομαι, αλλάζω κατάσταση
- έκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, 7.7.28)
- δίνω την εντύπωση σε κάποιον
- (στο γ' πρόσωπο) για να εκφραστεί υποκειμενική γνώμη
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Στη φιλοσοφία το φαίνεσθαι αντιτίθεται συχνά στο εἶναι· στο πρώτο αντιστοιχούν τα πράγματα όπως γινονται αντιληπτά από τις αισθήσεις ενώ στο δεύτερο η ουσία των πραγμάτων. (δείτε φαίνω)
Επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1653-1654