Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

είναι ουδέτερο άκλιτο

  • η κατάσταση της ύπαρξης, το να υπάρχει κάποιος

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία