είναι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- είναι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἶναι
Προφορά
επεξεργασία
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εί‐ναι
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
είναι ουδέτερο άκλιτο
- η κατάσταση της ύπαρξης, το να υπάρχει κάποιος
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- είναι < → λείπει η ετυμολογία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
είναι
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του είμαι
- γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του είμαι