ύπαρξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ύπαρξη | οι | υπάρξεις |
γενική | της | ύπαρξης* | των | υπάρξεων |
αιτιατική | την | ύπαρξη | τις | υπάρξεις |
κλητική | ύπαρξη | υπάρξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπάρξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύπαρξη < αρχαία ελληνική ὕπαρξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαύπαρξη θηλυκό
- το γεγονός του υπάρχω
- η ύπαρξη ζωής σε άλλον πλανήτη
- η ανθρώπινη ζωή, η υπόσταση
- τα μυστήρια της ύπαρξης
- κάθε ζωντανό ον και κυρίως ο άνθρωπος
- δυο νεαρές υπάρξεις