• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συνύπαρξη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνύπαρξη οι συνυπάρξεις
      γενική της συνύπαρξης* των συνυπάρξεων
    αιτιατική τη συνύπαρξη τις συνυπάρξεις
     κλητική συνύπαρξη συνυπάρξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνυπάρξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνύπαρξη < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συνυπάρχω < σύν + ὑπάρχω < ὑπο- + ἄρχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂érgʰ- (ἄρχω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνύπαρξη θηλυκό

  1. η ταυτόχρονη ύπαρξη
  2. η συμβίωση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις συνυπάρχω, υπάρχω και άρχω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συνύπαρξη
  • αγγλικά : coexistence (en)
  • γαλλικά : coexistence (fr), cohabitation (fr)
  • γερμανικά : Koexistenz (de)
  • πολωνικά : koegzystencja (pl), współistnienie (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συνύπαρξη&oldid=7124621"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:55

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:55.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας