υπόσταση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπόσταση θηλυκό
- ύπαρξη, τρόπος ύπαρξης
- Για να αποκτήσει ένας σύλλογος νομική υπόσταση, πρέπει να εγκριθεί το καταστατικό του από το Πρωτοδικείο.
- βάση, λογικό στήριγμα, λογική, βασιμότητα
- Αυτά τα λόγια είναι φήμες χωρίς υπόσταση.
- (θρησκεία) το καθένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.