Δείτε επίσης: βάσει

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάση οι βάσεις
      γενική της βάσης* των βάσεων
    αιτιατική τη βάση τις βάσεις
     κλητική βάση βάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάση < αρχαία ελληνική βάσις < βαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈva.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐ση
ομόηχο: βάσει

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάση θηλυκό

  1. το κατώτερο τμήμα ενός αντικειμένου, το σημείο στήριξης
    η βάση του ποτηριού
  2. η αφετηρία, το σημείο εκκίνησης
  3. (αρχιτεκτονική) το θεμέλιο
  4. (βιολογία) μία από τις πουρίνες ή πυριμιδίνες που συνθέτουν τα νουκλεοτίδια
  5. (γεωμετρία) μία από τις τρεις πλευρές ενός τριγώνου, η πλευρά στήριξης στερεού
  6. (νομικός όρος) η έδρα νομικού προσώπου
  7. (στατιστική, λογιστική) το σημείο αναφοράς βαθμολόγησης
  8. (πληροφορική, βάσεις δεδομένων) η συντομογραφία της βάσης δεδομένων
  9. (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) η μεγάλη στρατιωτική εγκατάσταση
    η βάση του ΝΑΤΟ στη Σούδα
  10. (χημεία) η χημική ένωση που έχει τάση να δέχεται πρωτόνια και η οποία διαλύεται στο νερό, ενώ όταν αντιδρά με ένα οξύ σχηματίζεται άλας

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

πληροφορική:

  Μεταφράσεις επεξεργασία