Δείτε επίσης: ἀφετηρία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφετηρία οι αφετηρίες
      γενική της αφετηρίας των αφετηριών
    αιτιατική την αφετηρία τις αφετηρίες
     κλητική αφετηρία αφετηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αφετηρία αγώνα δρόμου σε στάδιο

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αφετηρία θηλυκό

  1. το σημείο από το οποίο ξεκινάει κάποιος
  2. (ειδικότερα) το σημείο, η στάση από την οποία ξεκινάει τη διαδρομή του ένα μέσο μαζικής συγκοινωνίας, που μπορεί να διαφέρει από το κοντινό σημείο ή στάση που χρησιμοποιείται σαν τέρμα
  3. (αθλητισμός) η διακριτή γραμμή από την οποία ξεκινάνε διαγωνιζόμενοι σε αγώνα ταχύτητας
  4. (μεταφορικά) η κατάσταση που αποτελεί αρχή για κάτι καινούριο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία