πέρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέρας | τα | πέρατα |
γενική | του | πέρατος | των | περάτων |
αιτιατική | το | πέρας | τα | πέρατα |
κλητική | πέρας | πέρατα | ||
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέρας ουδέτερο
- το τέρμα, το τέλος,
- η ολοκλήρωση
- ⮡ κηρύσσω το πέρας των εργασιών
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πέρας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
περασ- περατ- | |||||
ονομαστική | τὸ | πέρᾰς | τὰ | πέρᾰτᾰ | |
γενική | τοῦ | πέρᾰτος | τῶν | περᾰ́των | |
δοτική | τῷ | πέρᾰτῐ | τοῖς | πέρᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | πέρᾰς | τὰ | πέρᾰτᾰ | |
κλητική ὦ! | πέρᾰς | πέρᾰτᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πέρᾰτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | περᾰ́τοιν | |||
Από τα έξι της Κατηγορίας, είναι το μόνο που έχει παντού θέμα σε ...ατ- στις πτώσεις εκτός από το πέρας | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «πέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέρας ουδέτερο
- το όριο
- το τέλος
- η τελειότητα
Πηγές
επεξεργασία- πέρας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέρας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.