πέρας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέρας | τα | πέρατα |
γενική | του | πέρατος | των | περάτων |
αιτιατική | το | πέρας | τα | πέρατα |
κλητική | πέρας | πέρατα | ||
όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πέρας < αρχαία ελληνική πέρας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πέρας ουδέτερο
- το τέρμα, το τέλος,
- η ολοκλήρωση
- κηρύσσω το πέρας των εργασιών
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- φέρνω εις πέρας: τελειώνω (κάτι)