συγκοινωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκοινωνία < μεσαιωνική ελληνική συγκοινωνία < αρχαία ελληνική συγκοινωνέω / συγκοινωνῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική communication)
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκοινωνία θηλυκό
- η μεταφορά με ποικίλα οχήματα ατόμων ή πραγμάτων από ένα σημείο σε άλλο
- (κατ’ επέκταση) τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αυτή