συγκοινωνώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκοινωνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκοινωνέω, -ῶ
Ρήμα επεξεργασία
συγκοινωνώ
- συνδέομαι με άλλο τόπο, πόλη, χώρα κλπ με ένα συγκοινωνιακό μέσο
- συνδέομαι με άλλο χώρο μέσω πόρτας, διαδρόμου κλπ
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση= επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκοινωνώ
|