Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκοινωνιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συγκοινωνιακ
ός
η
συγκοινωνιακ
ή
το
συγκοινωνιακ
ό
γενική
του
συγκοινωνιακ
ού
της
συγκοινωνιακ
ής
του
συγκοινωνιακ
ού
αιτιατική
τον
συγκοινωνιακ
ό
τη
συγκοινωνιακ
ή
το
συγκοινωνιακ
ό
κλητική
συγκοινωνιακ
έ
συγκοινωνιακ
ή
συγκοινωνιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συγκοινωνιακ
οί
οι
συγκοινωνιακ
ές
τα
συγκοινωνιακ
ά
γενική
των
συγκοινωνιακ
ών
των
συγκοινωνιακ
ών
των
συγκοινωνιακ
ών
αιτιατική
τους
συγκοινωνιακ
ούς
τις
συγκοινωνιακ
ές
τα
συγκοινωνιακ
ά
κλητική
συγκοινωνιακ
οί
συγκοινωνιακ
ές
συγκοινωνιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγκοινωνιακός
< (
μαρτυρείται από το 1898
)
συγκοινωνία
Επίθετο
επεξεργασία
συγκοινωνιακός
που έχει σχέση με τη
συγκοινωνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκοινωνιακός
αγγλικά
:
transit
(en)