transit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtransit (en)
- (μη μετρήσιμο) η διαμετακόμιση, το τράνζιτ, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμετακομίζω
- ⮡ goods lost in transit - εμπορεύματα που χάθηκαν στη διαμετακόμιση
- ⮡ illegal goods in transit - παράνομες εισαγωγές με τράνζιτ
- (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) συγκοινωνιακός, το σύστημα λεωφορείων, τρένων κτλ. που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να ταξιδεύουν από το ένα μέρος στο άλλο
- ⮡ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
- Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
- ⮡ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
transit | transits |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtransit (fr) αρσενικό
- το τράνζιτ, η μετάβαση, η διαμετακόμιση