κατ' επέκταση
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Έκφραση Επεξεργασία
κατ' επέκταση
- (λεκτικό σχήμα) πέρα από το αναμενόμενο, το γνωστό ή το συνηθισμένο· επεκτείνοντας και σε πρόσθετους τομείς
Δείτε επίσης Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
κατ' επέκταση
|