επεκτείνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.peˈkti.no/
Ρήμα
επεξεργασίαεπεκτείνω (παθητική φωνή: επεκτείνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- επέκταση
- επεκτατικά
- επεκτατικός
- επεκτατισμός
- επεκτεινόμενος
- επεκτεταμένος / επεκταμένος
- → δείτε τις λέξεις επί, εκτείνω και τείνω