• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επεκτείνω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επεκτείνω < αρχαία ελληνική ἐπεκτείνω < ἐπί + ἐκτείνω < ἐκ + τείνω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.peˈkti.no/

  ΡήμαΕπεξεργασία

επεκτείνω (παθητική φωνή: επεκτείνομαι)

  1. μεγαλώνω την έκταση που έχει κάτι
  2. εξαπλώνω, διευρύνω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • επέκταση
  • επεκτατικά
  • επεκτατικός
  • επεκτατισμός
  • επεκτεινόμενος
  • επεκτεταμένος / επεκταμένος
  • → δείτε τις λέξεις επί, εκτείνω και τείνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επεκτείνω
  • αγγλικά : extend (en), expand (en), build on (en)
  • γαλλικά : étendre (fr), agrandir (fr)
  • ρουμανικά : extinde (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επεκτείνω&oldid=5565462"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Ιουνίου 2022, στις 06:20
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Ιουνίου 2022, στις 06:20.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie