Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαπλώνω < αρχαία ελληνική ἐξαπλόω -ἐξαπλῶ

  Ρήμα επεξεργασία

εξαπλώνω, παθητικό εξαπλώνομαι, παθ.μτχ εξαπλωμένος

  1. ενεργώ έτσι ώστε ένα σύνολο ανθρώπων, πραγμάτων, ιδεών κλπ να εμφανίζεται σε μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση
  2. (για ιδέες, αντιλήψεις κλπ) διαδίδω σε μεγαλύτερο κοινό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία