είμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- είμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εἶμαι < αρχαία ελληνική εἰμί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ésmi (είμαι, υπάρχω)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαείμαι (ελλειπτικό ρήμα)
- έχω μια μόνιμη ή προσωρινή ιδιότητα
- ⮡ είμαι φιλόλογος / δικηγόρος / φίλος / σύζυγος
- ⮡ είναι θλιμμένη / αυταρχικός / νέοι
- ⮡ ήμουν ερωτευμένη, αλλά όχι πια
- ⮡ εδώ είναι τράπεζα
- βρίσκομαι (σε μια κατάσταση)
- ⮡ είμαστε σε πλεονεκτική θέση
- βρίσκομαι (τοπικά)
- ⮡ Θα μου εξηγήσεις πού είστε;
- (μεταφορικά) εντοπίζομαι
- ⮡ Φαίνεται ότι στη Μαρία είναι η αδυναμία της.
- υπάρχω
- ⮡ Είναι κανείς εδώ;
- κατάγομαι από κάποιον
- ⮡ Το παιδί είναι του Κώστα.
- έχω σχέση με κάποιον
- ⮡ Η Μαρία είναι με τον Γιώργο.
- φορώ ή έχω
- ⮡ Είμαι με τις παντόφλες.
- ⮡ Είμαι ακόμα με βρεμένα μαλλιά.
- ανήκω σε κάποιον
- ⮡ Αυτό το κτίριο είναι του δήμου.
- προορίζομαι, πρόκειται να κάνω κάτι
- ⮡ Φέτος ήταν να παραδώσει την εργασία, αλλά δεν τα κατάφερε.
- αξίζω, είμαι ικανός, ταιριάζω σε κάτι
- ⮡ Δεν είμαι για ψυχολογικές πιέσεις.
- ⮡ Εμείς είμαστε η μία για την άλλη.
- (γραμματική) με μετοχή παθητικού παρακειμένου, χρησιμοποιείται ως βοηθητικό ρήμα αντί του έχω για το σχηματισμό περιφραστικών τύπων, για να εκφράσει μεγαλύτερη διάρκεια
- ⮡ είμαι κλειδωμένος
Εκφράσεις
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά:
- είμαι για να 'μαι (είμαι έτοιμος // (ειρωνικό) έχω καταντήσει)
- είμαι της γνώμης (νομίζω, θεωρώ)
- είμαι μέσα (συμφωνώ, προτίθεμαι, ακολουθώ)
- ⮡ - Λέμε να πάμε για κανένα ουζάκι. Είσαι μέσα; - Και βέβαια είμαι!
- είναι στις αγάπες τους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | είμαι | ήμουν | θα είμαι | να είμαι | όντας |
β' ενικ. | είσαι | ήσουν | θα είσαι | να είσαι | |
γ' ενικ. | είναι | ήταν | θα είναι | να είναι | |
α' πληθ. | είμαστε | ήμαστε ήμασταν |
θα είμαστε | να είμαστε | |
β' πληθ. | είστε είσαστε |
ήσαστε ήσασταν |
θα είστε | να είστε | |
γ' πληθ. | είναι | ήταν | θα είναι | να είναι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία είμαι
βλέπε βρίσκομαι
|